εὔσχιστος

εὔσχιστος
εὔσχιστος
easy to split
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εύσχιστος — εὔσχιστος, ον (ΑΜ) 1. ευκολόσχιστος 2. (για τον κάλαμο τής γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)] …   Dictionary of Greek

  • εὔσχιστον — εὔσχιστος easy to split masc/fem acc sg εὔσχιστος easy to split neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχίστου — εὔσχιστος easy to split masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔσχιστα — εὔσχιστος easy to split neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσχιδής — εὐσχιδής, ές (ΑΜ, Α και ἐϋσχιδής) εύσχιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιδης (< θ. σχίδ τού σχίζω), πρβλ. νεο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”